μοσχολίβανο(ν)

μοσχολίβανο(ν)
το росный ладан, фимиам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μοσχολίβανο(ν)" в других словарях:

  • μοσχολίβανο — και μοσκολίβανο, το (Μ μοσχολίβανον και μοσκολίβανο και μουσκολίβανο) μοσχοθυμίαμα, παχύρρευστη αρωματική ρητινώδης ύλη που εκκρίνεται από δέντρα τών γενών στύραξ και λινδέρα και όταν καίγεται αναδίδει ευχάριστη ευωδιά («κι ο καπνός τού… …   Dictionary of Greek

  • μοσχολιβανίζω — και μοσκολιβανίζω [μοσχολίβανο] θυμιατίζω καίγοντας μοσχολίβανο …   Dictionary of Greek

  • αργυρολίβανος — ἀργυρολίβανος, ο (Μ) το μοσχολίβανο …   Dictionary of Greek

  • μερτζουβί — μερτζουβί, τὸ (Μ) μοσχολίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μελτζουβί (< ιταλ. belgini)] …   Dictionary of Greek

  • μοσκολίβανο — το βλ. μοσχολίβανο …   Dictionary of Greek

  • μοσχοθυμίαμα — και μοσκοθυμίαμα και μοσκοθυμιάμα, το τεχνητό θυμίαμα από λιβανωτό, ρόδα και άλλα φυτικά αρώματα, αλλ. μοσχολίβανο …   Dictionary of Greek

  • μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»